Translation meaning & definition of the word "scaling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλιμάκωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scaling
[Κλιμάκωση]/skelɪŋ/
noun
1. The act of arranging in a graduated series
- synonym:
- scaling ,
- grading
1. Η πράξη της διευθέτησης σε μια βαθμολογημένη σειρά
- συνώνυμο:
- κλιμάκωση ,
- βαθμολόγηση
2. Act of measuring or arranging or adjusting according to a scale
- synonym:
- scaling
2. Πράξη μέτρησης ή τακτοποίησης ή προσαρμογής σύμφωνα με μια κλίμακα
- συνώνυμο:
- κλιμάκωση
3. Ascent by or as if by a ladder
- synonym:
- scaling
3. Ανάβαση από ή σαν από μια σκάλα
- συνώνυμο:
- κλιμάκωση