Translation meaning & definition of the word "scaled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίμακα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scaled
[Κλιμακωτά]/skeld/
adjective
1. Having the body covered or partially covered with thin horny plates, as some fish and reptiles
- synonym:
- scaly ,
- scaley ,
- scaled
1. Έχοντας το σώμα καλυμμένο ή μερικώς καλυμμένο με λεπτές καυλωμένες πλάκες, όπως μερικά ψάρια και ερπετά
- συνώνυμο:
- φολιδωτόσ ,
- αναπτυγμένοσ ,
- κλιμακωτά
2. (used of armor) having overlapping metal plates attached to a leather backing
- synonym:
- scaled
2. (χρησιμοποιείται από πανοπλία) με επικαλυπτόμενες μεταλλικές πλάκες συνδεδεμένες με δερμάτινο υπόστρωμα
- συνώνυμο:
- κλιμακωτά
Examples of using
They scaled the cliff with difficulty.
Κλιμάκωσαν το βράχο με δυσκολία.
She scaled a fish.
Κλιμάκωσε ένα ψάρι.
He scaled a fish.
Κλιμάκωσε ένα ψάρι.