Translation meaning & definition of the word "scale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίμακα" στην ελληνική γλώσσα
Scale
[Κλίμακα]noun
1. An ordered reference standard
- "Judging on a scale of 1 to 10"
- synonym:
- scale ,
- scale of measurement ,
- graduated table ,
- ordered series
1. Ένα παραγγελθέν πρότυπο αναφοράς
- "Αποφασίζοντας σε κλίμακα από 1 έως 10"
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- κλίμακα μέτρησης ,
- βαθμολογημένος πίνακας ,
- παραγγελθείσα σειρά
2. Relative magnitude
- "They entertained on a grand scale"
- synonym:
- scale
2. Σχετικό μέγεθος
- "Διασκέδασαν σε μεγάλη κλίμακα"
- συνώνυμο:
- κλίμακα
3. The ratio between the size of something and a representation of it
- "The scale of the map"
- "The scale of the model"
- synonym:
- scale
3. Η αναλογία μεταξύ του μεγέθους ενός πράγματος και της αναπαράστασής του
- "Η κλίμακα του χάρτη"
- "Η κλίμακα του μοντέλου"
- συνώνυμο:
- κλίμακα
4. A specialized leaf or bract that protects a bud or catkin
- synonym:
- scale ,
- scale leaf
4. Ένα εξειδικευμένο φύλλο ή φράγμα που προστατεύει ένα μπουμπούκι ή μια γάτα
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- φύλλο κλίμακας
5. A thin flake of dead epidermis shed from the surface of the skin
- synonym:
- scale ,
- scurf ,
- exfoliation
5. Μια λεπτή νιφάδα της νεκρής επιδερμίδας ρίχνει από την επιφάνεια του δέρματος
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- παραπονιέμαι ,
- απολέπιση
6. (music) a series of notes differing in pitch according to a specific scheme (usually within an octave)
- synonym:
- scale ,
- musical scale
6. (μουσικό) μια σειρά από νότες που διαφέρουν στο βήμα σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σχήμα (συνήθως μέσα σε ένα οκταβ)
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- μουσική κλίμακα
7. A measuring instrument for weighing
- Shows amount of mass
- synonym:
- scale ,
- weighing machine
7. Ένα όργανο μέτρησης για τη ζύγιση
- Δείχνει την ποσότητα μάζας
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- ζυγιστικό μηχάνημα
8. An indicator having a graduated sequence of marks
- synonym:
- scale
8. Ένας δείκτης που έχει μια διαβαθμισμένη ακολουθία σημάτων
- συνώνυμο:
- κλίμακα
9. A metal sheathing of uniform thickness (such as the shield attached to an artillery piece to protect the gunners)
- synonym:
- plate ,
- scale ,
- shell
9. Ένα μεταλλικό περίβλημα ομοιόμορφου πάχους (όπως η ασπίδα που συνδέεται με ένα κομμάτι πυροβολικού για την προστασία των πυροβολισμών)
- συνώνυμο:
- πιάτο ,
- κλίμακα ,
- κέλυφος
10. A flattened rigid plate forming part of the body covering of many animals
- synonym:
- scale
10. Μια πεπλατυσμένη άκαμπτη πλάκα που αποτελεί μέρος της κάλυψης του σώματος πολλών ζώων
- συνώνυμο:
- κλίμακα
verb
1. Measure by or as if by a scale
- "This bike scales only 25 pounds"
- synonym:
- scale
1. Μετρήστε από ή σαν από μια κλίμακα
- "Αυτό το ποδήλατο κλιμακώνει μόνο 25 κιλά"
- συνώνυμο:
- κλίμακα
2. Pattern, make, regulate, set, measure, or estimate according to some rate or standard
- synonym:
- scale
2. Σχέδιο, κάνει, ρυθμίζει, ρυθμίζει, μετρά, ή εκτιμά σύμφωνα με κάποιο ποσοστό ή πρότυπο
- συνώνυμο:
- κλίμακα
3. Take by attacking with scaling ladders
- "The troops scaled the walls of the fort"
- synonym:
- scale
3. Πάρτε με την επίθεση με κλιμάκωση σκάλες
- "Τα στρατεύματα κλιμάκωσαν τα τείχη του φρουρίου"
- συνώνυμο:
- κλίμακα
4. Reach the highest point of
- "We scaled the mont blanc"
- synonym:
- scale ,
- surmount
4. Φτάστε στο υψηλότερο σημείο του
- "Κλιμάκωσε το μοντ μπλανκ"
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- ξεπερνώ
5. Climb up by means of a ladder
- synonym:
- scale
5. Ανεβείτε μέσω μιας σκάλας
- συνώνυμο:
- κλίμακα
6. Remove the scales from
- "Scale fish"
- synonym:
- scale ,
- descale
6. Αφαιρέστε τις κλίμακες από
- "Ψάρι κλίμακας"
- συνώνυμο:
- κλίμακα ,
- αφαλάτωση
7. Measure with or as if with scales
- "Scale the gold"
- synonym:
- scale
7. Μετρήστε με ή σαν με κλίμακες
- "Κλίμακα το χρυσό"
- συνώνυμο:
- κλίμακα
8. Size or measure according to a scale
- "This model must be scaled down"
- synonym:
- scale
8. Μέγεθος ή μέτρο σύμφωνα με μια κλίμακα
- "Αυτό το μοντέλο πρέπει να κλιμακωθεί"
- συνώνυμο:
- κλίμακα