Translation meaning & definition of the word "scalar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίμακα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scalar
[Σκαλάρα]/skelər/
noun
1. A variable quantity that cannot be resolved into components
- synonym:
- scalar
1. Μια μεταβλητή ποσότητα που δεν μπορεί να επιλυθεί σε συστατικά
- συνώνυμο:
- βαθμωτός
adjective
1. Of or relating to a musical scale
- "He played some basic scalar patterns on his guitar"
- synonym:
- scalar
1. Από ή σχετίζονται με μουσική κλίμακα
- "Έπαιξε κάποια βασικά κλιμακωτά μοτίβα στην κιθάρα του"
- συνώνυμο:
- βαθμωτός
2. Of or relating to a directionless magnitude (such as mass or speed etc.) that is completely specified by its magnitude
- "Scalar quantity"
- synonym:
- scalar
2. Από ή σχετίζονται με ένα μέγεθος χωρίς κατεύθυνση (όπως η μάζα ή η ταχύτητα κλπ.) που καθορίζεται πλήρως από το μέγεθός του
- "Ποσότητα κλιμάκων"
- συνώνυμο:
- βαθμωτός