Translation meaning & definition of the word "say" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πείτε" στην ελληνική γλώσσα
Say
[Πες]noun
1. The chance to speak
- "Let him have his say"
- synonym:
- say
1. Η ευκαιρία να μιλήσει
- "Ας του δώσει τη γνώμη"
- συνώνυμο:
- λέω
verb
1. Express in words
- "He said that he wanted to marry her"
- "Tell me what is bothering you"
- "State your opinion"
- "State your name"
- synonym:
- state ,
- say ,
- tell
1. Εκφράζω με λόγια
- "Έλεγε ότι ήθελε να την παντρευτεί"
- "Πες μου τι σε ενοχλεί"
- "Δηλώστε τη γνώμη σας"
- "Δηλώστε το όνομά σας"
- συνώνυμο:
- κράτος ,
- λέω
2. Report or maintain
- "He alleged that he was the victim of a crime"
- "He said it was too late to intervene in the war"
- "The registrar says that i owe the school money"
- synonym:
- allege ,
- aver ,
- say
2. Αναφορά ή διατήρηση
- "Υποστήριξε ότι ήταν θύμα εγκλήματος"
- "Είπε ότι ήταν πολύ αργά για να επέμβει στον πόλεμο"
- "Ο καταχωρητής λέει ότι χρωστάω τα χρήματα του σχολείου"
- συνώνυμο:
- ισχυρίζομαι ,
- παραπάνω ,
- λέω
3. Express a supposition
- "Let us say that he did not tell the truth"
- "Let's say you had a lot of money--what would you do?"
- synonym:
- suppose ,
- say
3. Εκφράζω υπόθεση
- "Ας πούμε ότι δεν είπε την αλήθεια"
- "Ας πούμε ότι είχατε πολλά χρήματα - τι θα κάνατε?"
- συνώνυμο:
- ας υποθέσουμε ,
- λέω
4. Have or contain a certain wording or form
- "The passage reads as follows"
- "What does the law say?"
- synonym:
- read ,
- say
4. Έχετε ή περιέχετε μια συγκεκριμένη διατύπωση ή μορφή
- "Το απόσπασμα έχει ως εξής"
- "Τι λέει ο νόμος?"
- συνώνυμο:
- διαβάζω ,
- λέω
5. Give instructions to or direct somebody to do something with authority
- "I said to him to go home"
- "She ordered him to do the shopping"
- "The mother told the child to get dressed"
- synonym:
- order ,
- tell ,
- enjoin ,
- say
5. Δώστε οδηγίες ή κατευθύνετε κάποιον να κάνει κάτι με την εξουσία
- "Του είπα να πάει σπίτι"
- "Τον διέταξε να κάνει τα ψώνια"
- "Η μητέρα είπε στο παιδί να ντυθεί"
- συνώνυμο:
- παραγγελία ,
- λέω ,
- εντοπίζω
6. Speak, pronounce, or utter in a certain way
- "She pronounces french words in a funny way"
- "I cannot say `zip wire'"
- "Can the child sound out this complicated word?"
- synonym:
- pronounce ,
- articulate ,
- enounce ,
- sound out ,
- enunciate ,
- say
6. Μιλήστε, προφέρετε ή προφέρετε με συγκεκριμένο τρόπο
- "Προφέρει γαλλικές λέξεις με αστείο τρόπο"
- "Δεν μπορώ να πω `καλώδιο τζιπ'"
- "Μπορεί το παιδί να ηχήσει αυτή την περίπλοκη λέξη?"
- συνώνυμο:
- προφέρω ,
- αρθρώ ,
- επικαλούμαι ,
- ακούγομαι ,
- εξηγώ ,
- λέω
7. Communicate or express nonverbally
- "What does this painting say?"
- "Did his face say anything about how he felt?"
- synonym:
- say
7. Επικοινωνήστε ή εκφράστε μη εμφανή
- "Τι λέει αυτός ο πίνακας?"
- "Το πρόσωπό του έλεγε κάτι για το πώς ένιωθε?"
- συνώνυμο:
- λέω
8. Utter aloud
- "She said `hello' to everyone in the office"
- synonym:
- say
8. Αποφασίζω
- "Είπε `γεια σε όλους στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- λέω
9. State as one's opinion or judgement
- Declare
- "I say let's forget this whole business"
- synonym:
- say
9. Να λέτε ως γνώμη ή κρίση κάποιου
- Αναφέρω
- "Λέω ας ξεχάσουμε όλη αυτή την επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- λέω
10. Recite or repeat a fixed text
- "Say grace"
- "She said her `hail mary'"
- synonym:
- say
10. Απαγγείλετε ή επαναλάβετε ένα σταθερό κείμενο
- "Πείτε χάρη"
- "Της είπε `χαίρε μαίρη'"
- συνώνυμο:
- λέω
11. Indicate
- "The clock says noon"
- synonym:
- say
11. Υποδεικνύω
- "Το ρολόι λέει μεσημέρι"
- συνώνυμο:
- λέω