Translation meaning & definition of the word "saxophonist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαξοφωνίστας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saxophonist
[Σαξοφωνίστας]/sæksəfoʊnɪst/
noun
1. A musician who plays the saxophone
- synonym:
- saxophonist ,
- saxist
1. Ένας μουσικός που παίζει το σαξόφωνο
- συνώνυμο:
- σαξοφωνίστας ,
- σαξιστήσ