Translation meaning & definition of the word "sawyer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριονιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sawyer
[Σαβυλωτήσ]/sɔjər/
noun
1. One who is employed to saw wood
- synonym:
- sawyer
1. Αυτός που εργάζεται για να δει ξύλο
- συνώνυμο:
- πριονιστήσ
2. Any of several beetles whose larvae bore holes in dead or dying trees especially conifers
- synonym:
- sawyer ,
- sawyer beetle
2. Οποιοδήποτε από τα πολλά σκαθάρια των οποίων οι προνύμφες έφεραν τρύπες σε νεκρά ή ετοιμοθάνατα δέντρα, ιδιαίτερα κωνοφόρα
- συνώνυμο:
- πριονιστήσ ,
- σκαθάρι πριονιστή