Translation meaning & definition of the word "sawmill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριονιστήρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sawmill
[Σαουμίλ]/sɔmɪl/
noun
1. A large sawing machine
- synonym:
- sawmill
1. Μια μεγάλη μηχανή πριονίσματος
- συνώνυμο:
- πριονιστήρι
2. A mill for dressing logs and lumber
- synonym:
- lumbermill ,
- sawmill
2. Ένας μύλος για τα κούτσουρα και την ξυλεία
- συνώνυμο:
- ξυλεία ,
- πριονιστήρι
Examples of using
They floated the logs down the river to the sawmill.
Έπλεαν τα κούτσουρα κάτω από το ποτάμι στον πριονιστήριο.