Translation meaning & definition of the word "saw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πριόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saw
[Σουφρώνω]/sɔ/
noun
1. A condensed but memorable saying embodying some important fact of experience that is taken as true by many people
- synonym:
- proverb ,
- adage ,
- saw ,
- byword
1. Ένα συμπυκνωμένο αλλά αξέχαστο ρητό που ενσωματώνει κάποιο σημαντικό γεγονός εμπειρίας που θεωρείται αληθινό από πολλούς
- συνώνυμο:
- παροιμία ,
- παραγγελία ,
- πριόνι ,
- λέξη
2. Hand tool having a toothed blade for cutting
- synonym:
- saw
2. Εργαλείο χειρός με οδοντωτή λεπίδα για κοπή
- συνώνυμο:
- πριόνι
3. A power tool for cutting wood
- synonym:
- power saw ,
- saw ,
- sawing machine
3. Ένα εργαλείο ηλεκτρικής ενέργειας για την κοπή ξύλου
- συνώνυμο:
- πριόνι εξουσίας ,
- πριόνι ,
- μηχανή πριονίσματος
verb
1. Cut with a saw
- "Saw wood for the fireplace"
- synonym:
- saw
1. Κόβουμε με ένα πριόνι
- "Πριονισμένο ξύλο για το τζάκι"
- συνώνυμο:
- πριόνι
Examples of using
Nobody saw anything.
Κανείς δεν είδε τίποτα.
Could I borrow a saw?
Μπορώ να δανειστώ ένα πριόνι?
Tom ran away when he saw me.
Ο Τομ έφυγε όταν με είδε.