Translation meaning & definition of the word "saver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάβερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saver
[Ασφαλέστερη]/sevər/
noun
1. Someone who saves something from danger or violence
- synonym:
- rescuer ,
- recoverer ,
- saver
1. Κάποιος που σώζει κάτι από τον κίνδυνο ή τη βία
- συνώνυμο:
- διασώστης ,
- ανακεφαλαιώνων ,
- αποταμιευτήσ
2. Someone who saves (especially money)
- synonym:
- saver
2. Κάποιος που εξοικονομεί (ειδικά χρήματα)
- συνώνυμο:
- αποταμιευτήσ