Translation meaning & definition of the word "saved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποθηκευμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saved
[Αποθηκευμένος]/sevd/
adjective
1. Rescued
- Especially from the power and consequences of sin
- "A saved soul"
- synonym:
- saved
1. Διασώθηκε
- Ειδικά από τη δύναμη και τις συνέπειες της αμαρτίας
- "Μια σωσμένη ψυχή"
- συνώνυμο:
- αποθηκευμένος
2. Guarded from injury or destruction
- synonym:
- protected ,
- saved
2. Φυλάσσεται από τραυματισμό ή καταστροφή
- συνώνυμο:
- προστατευμένος ,
- αποθηκευμένος
Examples of using
"Father! What happened?" "I saved Hyrule from Ganon's pit!" "Well done, Your Majesty... but father, what about Link?"
"Πατέρας! Τι συνέβη?" "Εσωσα τον Χαρούλε από το λάκκο του Γκάνον!" "Μπράβο, Μεγαλειότατε, αλλά πατέρα, τι γίνεται με τον Σύνδεσμο?"
Is this seat being saved for anybody?
Αυτή η θέση σώζεται για κανέναν?
Tom saved Mary's life.
Ο Τομ έσωσε τη ζωή της Μαίρης.