Translation meaning & definition of the word "sausage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαχαροπλαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sausage
[Λουκάνικο]/sɔsəʤ/
noun
1. Highly seasoned minced meat stuffed in casings
- synonym:
- sausage
1. Υψηλής καρυκευμένης κιμά γεμιστό σε περιβλήματα
- συνώνυμο:
- λουκάνικο
2. A small nonrigid airship used for observation or as a barrage balloon
- synonym:
- blimp ,
- sausage balloon ,
- sausage
2. Ένα μικρό μη αυταρχικό αερόπλοιο που χρησιμοποιείται για την παρατήρηση ή ως μπαλόνι
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνω ,
- μπαλόνι λουκάνικου ,
- λουκάνικο
Examples of using
He dropped the sausage on the ground.
Έριξε το λουκάνικο στο έδαφος.
I wouldn't even accept sausage from a bastard like that.
Δεν θα δεχόμουν καν λουκάνικο από ένα μπάσταρδο σαν αυτό.
Would you like bacon or sausage?
Θα θέλατε μπέικον ή λουκάνικο?