Translation meaning & definition of the word "saucepan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σότσεπαν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saucepan
[Σωτσέπη]/sɔspæn/
noun
1. A deep pan with a handle
- Used for stewing or boiling
- synonym:
- saucepan
1. Ένα βαθύ τηγάνι με λαβή
- Χρησιμοποιείται για βράσιμο ή βράσιμο
- συνώνυμο:
- κατσαρόλα