Translation meaning & definition of the word "satisfying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ικανοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Satisfying
[Ικανοποιητική]/sætɪsfaɪɪŋ/
adjective
1. Providing abundant nourishment
- "A hearty meal"
- "Good solid food"
- "Ate a substantial breakfast"
- "Four square meals a day"
- synonym:
- hearty ,
- satisfying ,
- solid ,
- square ,
- substantial
1. Παροχή άφθονης θρέψης
- "Ένα πλούσιο γεύμα"
- "Καλή στερεά τροφή"
- "Πάρτε ένα σημαντικό πρωινό"
- "Τέσσερα τετραγωνικά γεύματα την ημέρα"
- συνώνυμο:
- εγκάρσιος ,
- ικανοποιητικός ,
- στερεό ,
- τετράγωνο ,
- σημαντικός
2. Providing freedom from worry
- synonym:
- comforting ,
- cheering ,
- satisfying
2. Παροχή ελευθερίας από ανησυχία
- συνώνυμο:
- παρηγορητικόσ ,
- επευφημίεσ ,
- ικανοποιητικός