Translation meaning & definition of the word "satisfactorily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ικανοπαραγοντικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Satisfactorily
[Ικανοποιητικά]/sætɪsfæktrəli/
adverb
1. In a satisfactory manner
- synonym:
- satisfactorily
1. Με ικανοποιητικό τρόπο
- συνώνυμο:
- ικανοποιητικά
Examples of using
It's taken us three weeks to fix, but at last our car runs satisfactorily.
Μας πήρε τρεις εβδομάδες για να το διορθώσουμε, αλλά επιτέλους το αυτοκίνητό μας λειτουργεί ικανοποιητικά.