Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "satisfaction" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ικανοποίηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Satisfaction

[Ικανοποίηση]
/sætəsfækʃən/

noun

1. The contentment one feels when one has fulfilled a desire, need, or expectation

  • "The chef tasted the sauce with great satisfaction"
    synonym:
  • satisfaction

1. Η ικανοποίηση που αισθάνεται κανείς όταν έχει εκπληρώσει μια επιθυμία, μια ανάγκη ή μια προσδοκία

  • "Ο σεφ δοκίμασε τη σάλτσα με μεγάλη ικανοποίηση"
    συνώνυμο:
  • ικανοποίηση

2. State of being gratified or satisfied

  • "Dull repetitious work gives no gratification"
  • "To my immense gratification he arrived on time"
    synonym:
  • gratification
  • ,
  • satisfaction

2. Κατάσταση ικανοποίησης ή ικανοποίησης

  • "Η σκληρή επαναλαμβανόμενη εργασία δεν δίνει ικανοποίηση"
  • "Προς μεγάλη μου ικανοποίηση έφτασε εγκαίρως"
    συνώνυμο:
  • ικανοποίηση

3. Compensation for a wrong

  • "We were unable to get satisfaction from the local store"
    synonym:
  • atonement
  • ,
  • expiation
  • ,
  • satisfaction

3. Αποζημίωση για λάθος

  • "Δεν μπορέσαμε να πάρουμε την ικανοποίηση από το τοπικό κατάστημα"
    συνώνυμο:
  • εξιλέωση
  • ,
  • ικανοποίηση

4. (law) the payment of a debt or fulfillment of an obligation

  • "The full and final satisfaction of the claim"
    synonym:
  • satisfaction

4. (ν) η καταβολή χρέους ή εκπλήρωση υποχρέωσης

  • "Η πλήρης και τελική ικανοποίηση της αξίωσης"
    συνώνυμο:
  • ικανοποίηση

5. Act of fulfilling a desire or need or appetite

  • "The satisfaction of their demand for better services"
    synonym:
  • satisfaction

5. Πράξη εκπλήρωσης επιθυμίας ή ανάγκης ή όρεξης

  • "Η ικανοποίηση της ζήτησής τους για καλύτερες υπηρεσίες"
    συνώνυμο:
  • ικανοποίηση

Examples of using

It doesn't give me any satisfaction to prove you wrong.
Δεν μου δίνει καμία ικανοποίηση να σας αποδείξω λάθος.
The business was settled to everybody's satisfaction.
Η επιχείρηση διευθετήθηκε προς ικανοποίηση όλων.
Tom gets a lot of satisfaction from his work.
Ο Τομ παίρνει μεγάλη ικανοποίηση από τη δουλειά του.