Translation meaning & definition of the word "satirical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σατιρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Satirical
[Σατυρικόσ]/sətɪrəkəl/
adjective
1. Exposing human folly to ridicule
- "A persistent campaign of mockery by the satirical fortnightly magazine"
- synonym:
- satirical ,
- satiric
1. Εκθέτοντας την ανθρώπινη τρέλα στη γελοιοποίηση
- "Μια επίμονη εκστρατεία κοροϊδίας από το σατιρικό δεκαπενθήμερο περιοδικό"
- συνώνυμο:
- σατιρικό