Translation meaning & definition of the word "satellite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δορυφόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Satellite
[Δορυφόρος]/sætəlaɪt/
noun
1. Man-made equipment that orbits around the earth or the moon
- synonym:
- satellite ,
- artificial satellite ,
- orbiter
1. Ανθρωπογενής εξοπλισμός που κινείται γύρω από τη γη ή το φεγγάρι
- συνώνυμο:
- δορυφόρος ,
- τεχνητός δορυφόρος ,
- τροχιακόσ
2. A person who follows or serves another
- synonym:
- satellite ,
- planet
2. Ένα άτομο που ακολουθεί ή υπηρετεί κάποιον άλλο
- συνώνυμο:
- δορυφόρος ,
- πλανήτης
3. Any celestial body orbiting around a planet or star
- synonym:
- satellite
3. Οποιοδήποτε ουράνιο σώμα περιστρέφεται γύρω από έναν πλανήτη ή αστέρι
- συνώνυμο:
- δορυφόρος
verb
1. Broadcast or disseminate via satellite
- synonym:
- satellite
1. Μετάδοση ή διάδοση μέσω δορυφόρου
- συνώνυμο:
- δορυφόρος
adjective
1. Surrounding and dominated by a central authority or power
- "A city and its satellite communities"
- synonym:
- satellite
1. Περιβάλλεται και κυριαρχείται από μια κεντρική αρχή ή δύναμη
- "Μια πόλη και οι δορυφορικές της κοινότητες"
- συνώνυμο:
- δορυφόρος
Examples of using
The Moon is the Earth's only satellite.
Η Σελήνη είναι ο μοναδικός δορυφόρος της Γης.
The earth's moon is a natural satellite.
Το φεγγάρι της Γης είναι ένας φυσικός δορυφόρος.
The ESA put a satellite into orbit.
Το ΕΣΛ έβαλε ένα δορυφόρο σε τροχιά.