Translation meaning & definition of the word "satanic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σατανικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Satanic
[Σατανικόσ]/sətænɪk/
adjective
1. Extremely evil or cruel
- Expressive of cruelty or befitting hell
- "Something demonic in him--something that could be cruel"
- "Fires lit up a diabolic scene"
- "Diabolical sorcerers under the influence of devils"
- "A fiendish despot"
- "Hellish torture"
- "Infernal instruments of war"
- "Satanic cruelty"
- "Unholy grimaces"
- synonym:
- demonic ,
- diabolic ,
- diabolical ,
- fiendish ,
- hellish ,
- infernal ,
- satanic ,
- unholy
1. Εξαιρετικά κακό ή σκληρό
- Εκφραστική σκληρότητα ή κόλαση
- "Κάτι δαιμονικό σε αυτόν-κάτι που θα μπορούσε να είναι σκληρό"
- "Οι πυρκαγιές άναψαν μια διαβολική σκηνή"
- "Διαβολικοί μάγοι υπό την επίδραση των διαβόλων"
- "Ένας φιλενδοειδής δεσπότης"
- "Ελληνικά βασανιστήρια"
- "Διαρκή όργανα πολέμου"
- "Σατανική σκληρότητα"
- "Ανίεροι γκριμάντες"
- συνώνυμο:
- δαιμονικόσ ,
- διαβολικόσ ,
- φιεντίν ,
- ελληνικόσ ,
- ανακολουθώ ,
- σατανικόσ ,
- ανίεροσ
2. Of or relating to satan
- "Satanic verses"
- synonym:
- Satanic
2. Από ή σχετίζονται με τον σατανά
- "Σατανικοί στίχοι"
- συνώνυμο:
- Σατανικόσ