Translation meaning & definition of the word "satan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σατανάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Satan
[Σατανάς]/setən/
noun
1. (judeo-christian and islamic religions) chief spirit of evil and adversary of god
- Tempter of mankind
- Master of hell
- synonym:
- Satan ,
- Old Nick ,
- Devil ,
- Lucifer ,
- Beelzebub ,
- the Tempter ,
- Prince of Darkness
1. (ιουδαιο-χριστιανικές και ισλαμικές θρησκείεςτο κύριο πνεύμα του κακού και του αντιπάλου του θεού
- Η θύελλα της ανθρωπότητας
- Δάσκαλος της κόλασης
- συνώνυμο:
- Σατανάς ,
- Ο παλιός Νικ ,
- Διάβολος ,
- Εωσφόρου ,
- Βεελζεβούλ ,
- ο Θύελλος ,
- Πρίγκιπας του Σκότους