Translation meaning & definition of the word "sassy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sassy
[Σασί]/sæsi/
adjective
1. Improperly forward or bold
- "Don't be fresh with me"
- "Impertinent of a child to lecture a grownup"
- "An impudent boy given to insulting strangers"
- "Don't get wise with me!"
- synonym:
- fresh ,
- impertinent ,
- impudent ,
- overbold ,
- smart ,
- saucy ,
- sassy ,
- wise
1. Ακατάλληλα προς τα εμπρός ή τολμηρά
- "Μην είσαι φρέσκος μαζί μου"
- "Η επιφάνεια ενός παιδιού να διαλέξει έναν ενήλικα"
- "Ένα ανυπόμονο αγόρι που δόθηκε σε προσβλητικούς ξένους"
- "Μην γίνεσαι σοφός μαζί μου!"
- συνώνυμο:
- φρέσκο ,
- αυθάδησ ,
- απαθής ,
- υπερτιμημένοσ ,
- έξυπνος ,
- πιατάκι ,
- αλλεργικός ,
- σοφός