Translation meaning & definition of the word "sarong" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαρόνγκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sarong
[Σαρόνγκ]/sərɔŋ/
noun
1. A loose skirt consisting of brightly colored fabric wrapped around the body
- Worn by both women and men in the south pacific
- synonym:
- sarong
1. Μια χαλαρή φούστα που αποτελείται από έντονα χρωματισμένο ύφασμα τυλιγμένο γύρω από το σώμα
- Φοριέται από γυναίκες και άνδρες στο νότιο ειρηνικό
- συνώνυμο:
- σαρόνγκ