Translation meaning & definition of the word "sarcastic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαρκαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sarcastic
[Σαρκαστικόσ]/sɑrkæstɪk/
adjective
1. Expressing or expressive of ridicule that wounds
- synonym:
- sarcastic
1. Εκφράζοντας ή εκφράζοντας τη γελοιοποίηση που πληγώνει
- συνώνυμο:
- σαρκαστικόσ
Examples of using
You don't have to be sarcastic.
Δεν χρειάζεται να είσαι σαρκαστικός.