Translation meaning & definition of the word "sap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χυμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sap
[Σαπ]/sæp/
noun
1. A watery solution of sugars, salts, and minerals that circulates through the vascular system of a plant
- synonym:
- sap
1. Ένα υδαρές διάλυμα σακχάρων, αλάτων και μετάλλων που κυκλοφορεί μέσω του αγγειακού συστήματος ενός φυτού
- συνώνυμο:
- χυμός
2. A person who lacks good judgment
- synonym:
- fool ,
- sap ,
- saphead ,
- muggins ,
- tomfool
2. Ένα άτομο που δεν έχει καλή κρίση
- συνώνυμο:
- ανόητος ,
- χυμός ,
- απότομη ,
- μουγκρίζει ,
- τομάρι
3. A piece of metal covered by leather with a flexible handle
- Used for hitting people
- synonym:
- blackjack ,
- cosh ,
- sap
3. Ένα κομμάτι μέταλλο που καλύπτεται από δέρμα με εύκαμπτη λαβή
- Χρησιμοποιείται για να χτυπήσει τους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- μπλάκτζακ ,
- τσιρίζω ,
- χυμός
verb
1. Deplete
- "Exhaust one's savings"
- "We quickly played out our strength"
- synonym:
- run down ,
- exhaust ,
- play out ,
- sap ,
- tire
1. Εξαντλώ
- "Εξάντληση των αποταμιεύσεων"
- "Παίξαμε γρήγορα τη δύναμή μας"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- εξάτμιση ,
- παίζω ,
- χυμός ,
- ελαστικό
2. Excavate the earth beneath
- synonym:
- sap
2. Ανασκάπτουν τη γη κάτω από
- συνώνυμο:
- χυμός