Translation meaning & definition of the word "sanitize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστειρώνουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sanitize
[Απολυμαίνω]/sænɪtaɪz/
verb
1. Make sanitary by cleaning or sterilizing
- synonym:
- sanitize ,
- sanitise ,
- hygienize ,
- hygienise
1. Κάντε υγιεινή με τον καθαρισμό ή την αποστείρωση
- συνώνυμο:
- απολυμαίνω ,
- υγιεινοποιώ
2. Make less offensive or more acceptable by removing objectionable features
- "Sanitize a document before releasing it to the press"
- "Sanitize history"
- "Sanitize the language in a book"
- synonym:
- sanitize ,
- sanitise
2. Κάντε λιγότερο προσβλητικό ή πιο αποδεκτό αφαιρώντας απαράδεκτα χαρακτηριστικά
- "Αποστειρώστε ένα έγγραφο πριν το απελευθερώσετε στον τύπο"
- "Αποστειρώνουν την ιστορία"
- "Αποστειρώστε τη γλώσσα σε ένα βιβλίο"
- συνώνυμο:
- απολυμαίνω