Translation meaning & definition of the word "sane" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sane
[Σαν]/sen/
adjective
1. Mentally healthy
- Free from mental disorder
- "Appears to be completely sane"
- synonym:
- sane
1. Ψυχικά υγιής
- Απαλλαγμένο από ψυχική διαταραχή
- "Εμφανίζεται να είναι εντελώς λογικός"
- συνώνυμο:
- λογικός
2. Marked by sound judgment
- "Sane nuclear policy"
- synonym:
- reasonable ,
- sane
2. Χαρακτηρίζεται από ορθή κρίση
- "Πυρηνική πολιτική"
- συνώνυμο:
- λογικός
Examples of using
Is Tom sane?
Είναι ο Τομ λογικός?
I'm the last sane man in the world.
Είμαι ο τελευταίος λογικός άνθρωπος στον κόσμο.
Hey, are you remotely sane?!
Γεια σου, είσαι εξ αποστάσεως λογικός?!