Translation meaning & definition of the word "sandwich" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάντουιτς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sandwich
[Σάντουιτς]/sændwɪʧ/
noun
1. Two (or more) slices of bread with a filling between them
- synonym:
- sandwich
1. Δύο ( ή περισσότερα) φέτες ψωμιού με γέμιση μεταξύ τους
- συνώνυμο:
- σάντουιτς
verb
1. Make into a sandwich
- synonym:
- sandwich
1. Μετατρέψτε σε σάντουιτς
- συνώνυμο:
- σάντουιτς
2. Insert or squeeze tightly between two people or objects
- "She was sandwiched in her airplane seat between two fat men"
- synonym:
- sandwich
2. Εισάγετε ή συμπιέστε σφιχτά μεταξύ δύο ατόμων ή αντικειμένων
- "Σάντουιτς στο κάθισμα του αεροπλάνου της μεταξύ δύο χοντρών ανδρών"
- συνώνυμο:
- σάντουιτς
Examples of using
Tom made himself a sandwich.
Ο Τομ έφτιαξε ένα σάντουιτς.
Which sandwich would you like, with honey or with condensed milk? - With both. Permissibly without bread.
Ποιο σάντουιτς θα θέλατε, με μέλι ή με συμπυκνωμένο γάλα; - Και με τα δύο. Επιτρεπόμενο χωρίς ψωμί.
Thanks for the sandwich.
Ευχαριστώ για το σάντουιτς.