Translation meaning & definition of the word "sandstone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάντσαντ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sandstone
[Σαντόνι]/sændstoʊn/
noun
1. A sedimentary rock consisting of sand consolidated with some cement (clay or quartz etc.)
- synonym:
- sandstone
1. Ένας ιζηματογενής βράχος που αποτελείται από άμμο ενοποιημένη με κάποιο τσιμέντο (κλάι ή χαλαζία κλπ.)
- συνώνυμο:
- ψαμμίτης