Translation meaning & definition of the word "sand" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sand
[Άμμος]/sænd/
noun
1. A loose material consisting of grains of rock or coral
- synonym:
- sand
1. Ένα χαλαρό υλικό που αποτελείται από κόκκους βράχου ή κοραλλιού
- συνώνυμο:
- άμμος
2. French writer known for works concerning women's rights and independence (1804-1876)
- synonym:
- Sand ,
- George Sand ,
- Amandine Aurore Lucie Dupin ,
- Baroness Dudevant
2. Γάλλος συγγραφέας γνωστός για έργα που αφορούν τα δικαιώματα των γυναικών και την ανεξαρτησία (1804-1876)
- συνώνυμο:
- Άμμος ,
- Τζορτζ Σαντ ,
- Αμαντίνε Αουρόε Λούκι Ντούπιν ,
- Βαρόνης Ντουντάντε
3. Fortitude and determination
- "He didn't have the guts to try it"
- synonym:
- backbone ,
- grit ,
- guts ,
- moxie ,
- sand ,
- gumption
3. Ευθυμία και αποφασιστικότητα
- "Δεν είχε τα κότσια να το δοκιμάσει"
- συνώνυμο:
- σπονδυλική στήλη ,
- τρίξιμο ,
- κότσια ,
- μόξι ,
- άμμος ,
- παραμόρφωση
verb
1. Rub with sandpaper
- "Sandpaper the wooden surface"
- synonym:
- sandpaper ,
- sand
1. Τρίψτε με γυαλόχαρτο
- "Γυαλόχαρτο η ξύλινη επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- γυαλόχαρτο ,
- άμμος
Examples of using
Let's lie on the sand.
Ας ξαπλώσουμε στην άμμο.
Tom bent down and picked up a handful of sand.
Ο Τομ έσκυψε και πήρε μια χούφτα άμμο.
He made a sand sculpture.
Έκανε ένα γλυπτό άμμου.