Translation meaning & definition of the word "sanctum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάνκτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sanctum
[Ιερό]/sæŋktəm/
noun
1. A place of inviolable privacy
- "He withdrew to his sanctum sanctorum, where the children could never go"
- synonym:
- sanctum ,
- sanctum sanctorum
1. Ένας τόπος απαραβίαστης ιδιωτικότητας
- "Αποσύρθηκε στο ιερό του, όπου τα παιδιά δεν μπορούσαν ποτέ να πάνε"
- συνώνυμο:
- ιερό ,
- ιερό λουλούδι
2. A sacred place of pilgrimage
- synonym:
- holy place ,
- sanctum ,
- holy
2. Ένας ιερός τόπος προσκυνήματος
- συνώνυμο:
- ιερό μέρος ,
- ιερό ,
- άγιος