Translation meaning & definition of the word "sanctity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φυσικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sanctity
[Ιερότητα]/sæŋktɪti/
noun
1. The quality of being holy
- synonym:
- holiness ,
- sanctity ,
- sanctitude
1. Η ποιότητα του να είσαι άγιος
- συνώνυμο:
- αγιότητα ,
- ιερότητα
Examples of using
The sanctity of this place has been fouled.
Η ιερότητα αυτού του τόπου έχει πληγεί.