Translation meaning & definition of the word "samsara" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαμσάρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Samsara
[Σαμσάρα]/səmsɑrə/
noun
1. (hinduism and buddhism) the endless cycle of birth and suffering and death and rebirth
- synonym:
- samsara
1. (ινδουισμός και βουδισμός) ο ατελείωτος κύκλος της γέννησης και του πόνου και του θανάτου και της αναγέννησης
- συνώνυμο:
- σαμσάρα