Translation meaning & definition of the word "sampling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δειγματοληψία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sampling
[Δειγματοληψία]/sæmplɪŋ/
noun
1. (statistics) the selection of a suitable sample for study
- synonym:
- sampling
1. (στατιστική) η επιλογή ενός κατάλληλου δείγματος για μελέτη
- συνώνυμο:
- δειγματοληψία
2. Items selected at random from a population and used to test hypotheses about the population
- synonym:
- sample distribution ,
- sample ,
- sampling
2. Αντικείμενα που επιλέγονται τυχαία από έναν πληθυσμό και χρησιμοποιούνται για τη δοκιμή υποθέσεων σχετικά με τον πληθυσμό
- συνώνυμο:
- κατανομή δειγμάτων ,
- δείγμα ,
- δειγματοληψία
3. Measurement at regular intervals of the amplitude of a varying waveform (in order to convert it to digital form)
- synonym:
- sampling
3. Μέτρηση σε τακτά χρονικά διαστήματα του πλάτους μιας ποικίλης κυματομορφής ( για να το μετατρέψετε σε ψηφιακή μορφή)
- συνώνυμο:
- δειγματοληψία