Translation meaning & definition of the word "samba" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάμπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Samba
[Σάμπα]/sɑmbə/
noun
1. Large west african tree having large palmately lobed leaves and axillary cymose panicles of small white flowers and one-winged seeds
- Yields soft white to pale yellow wood
- synonym:
- obeche ,
- obechi ,
- arere ,
- samba ,
- Triplochiton scleroxcylon
1. Μεγάλο δέντρο της δυτικής αφρικής με μεγάλα φύλλα με φοίνικες και μασχαλιαία κυματοειδή πανίδες μικρών λευκών ανθέων και μονοφλοιών σπόρων
- Αποδίδει μαλακό λευκό έως υποκίτρινο ξύλο
- συνώνυμο:
- παρακολουθήσει ,
- οβέχι ,
- αρέ ,
- σάμπα ,
- Τριπλοχυτόνη σκληροξυλόνη
2. Music composed for dancing the samba
- synonym:
- samba
2. Μουσική που συντίθεται για το χορό της σάμπα
- συνώνυμο:
- σάμπα
3. A lively ballroom dance from brazil
- synonym:
- samba
3. Ένας ζωντανός χορός από τη βραζιλία
- συνώνυμο:
- σάμπα
4. A form of canasta using three decks of cards and six jokers
- synonym:
- samba
4. Μια μορφή καναστών χρησιμοποιώντας τρία καταστρώματα καρτών και έξι τζόκερ
- συνώνυμο:
- σάμπα
verb
1. Dance the samba
- synonym:
- samba
1. Χόρεψε τη σάμπα
- συνώνυμο:
- σάμπα