Translation meaning & definition of the word "sam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημητρίου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sam
[Σαμ]/sæm/
noun
1. A guided missile fired from land or shipboard against an airborne target
- synonym:
- surface-to-air missile ,
- SAM
1. Ένας καθοδηγούμενος πύραυλος εκτοξεύτηκε από χερσαίο ή ναυπηγείο ενάντια σε έναν αερομεταφερόμενο στόχο
- συνώνυμο:
- πύραυλος επιφάνειας προς αέρα ,
- ΣΑΜ