Translation meaning & definition of the word "salve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salve
[Άλμπουμ]/sɑv/
noun
1. Semisolid preparation (usually containing a medicine) applied externally as a remedy or for soothing an irritation
- synonym:
- ointment ,
- unction ,
- unguent ,
- balm ,
- salve
1. Ημιστερεό παρασκεύασμα (συνήθως που περιέχει ένα φάρμακο) εφαρμόζεται εξωτερικά ως θεραπεία ή για καταπραϋντικό ερεθισμό
- συνώνυμο:
- αλοιφή ,
- απεμπλοκή ,
- απερίσκεπτοσ ,
- βάλσαμο ,
- αλάτι
2. Anything that remedies or heals or soothes
- "He needed a salve for his conscience"
- synonym:
- salve
2. Οτιδήποτε θεραπεύει ή θεραπεύει ή καταπραΰνει
- "Χρειαζόταν έναν κατάλογο για τη συνείδησή του"
- συνώνυμο:
- αλάτι
verb
1. Save from ruin, destruction, or harm
- synonym:
- salvage ,
- salve ,
- relieve ,
- save
1. Εξοικονομήστε από την καταστροφή, την καταστροφή ή τη ζημιά
- συνώνυμο:
- διάσωση ,
- αλάτι ,
- ανακουφίζω ,
- αποθηκεύω
2. Apply a salve to, usually for the purpose of healing
- synonym:
- salve
2. Εφαρμόστε μια αλάτι, συνήθως για το σκοπό της θεραπείας
- συνώνυμο:
- αλάτι