Translation meaning & definition of the word "salvation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωτηρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salvation
[Σωτηρία]/sælveʃən/
noun
1. (theology) the act of delivering from sin or saving from evil
- synonym:
- redemption ,
- salvation
1. (θεολογία) η πράξη της απελευθέρωσης από την αμαρτία ή της σωτηρίας από το κακό
- συνώνυμο:
- εξόφληση ,
- σωτηρία
2. A means of preserving from harm or unpleasantness
- "Tourism was their economic salvation"
- "They turned to individualism as their salvation"
- synonym:
- salvation
2. Ένα μέσο διατήρησης από βλάβη ή δυσαρέσκεια
- "Ο τουρισμός ήταν η οικονομική τους σωτηρία"
- "Στράφηκαν στον ατομικισμό ως σωτηρία τους"
- συνώνυμο:
- σωτηρία
3. The state of being saved or preserved from harm
- synonym:
- salvation
3. Η κατάσταση της σωτηρίας ή της διατήρησης από βλάβη
- συνώνυμο:
- σωτηρία
4. Saving someone or something from harm or from an unpleasant situation
- "The salvation of his party was the president's major concern"
- synonym:
- salvation
4. Να σώσει κάποιον ή κάτι από βλάβη ή από μια δυσάρεστη κατάσταση
- "Η σωτηρία του κόμματός του ήταν το κύριο μέλημα του προέδρου"
- συνώνυμο:
- σωτηρία