Translation meaning & definition of the word "salted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλατισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salted
[Αλατισμένο]/sɔltɪd/
adjective
1. (used especially of meats) preserved in salt
- synonym:
- salted ,
- salt-cured ,
- brine-cured
1. (χρησιμοποιείται ειδικά από κρέατα) διατηρημένο σε αλάτι
- συνώνυμο:
- αλατισμένο ,
- αλάτι ,
- αλμυρόσ
Examples of using
I understand Tom salted away a good deal for his old age.
Καταλαβαίνω ότι ο Τομ άλαξε πολλά για τα γηρατειά του.
Tom salted his egg.
Ο Τομ άλαξε το αυγό του.
The food at the canteen isn’t very good, and the menu contains mostly unhealthy foods, too salted or sweetened.
Το φαγητό στην καντίνα είναι πολύ καλό και το μενού περιέχει κυρίως ανθυγιεινά τρόφιμα, πολύ αλατισμένα ή γλυκά.