Translation meaning & definition of the word "salt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλάτι" στην ελληνική γλώσσα
Salt
[Αλάτι]noun
1. A compound formed by replacing hydrogen in an acid by a metal (or a radical that acts like a metal)
- synonym:
- salt
1. Μια ένωση που σχηματίζεται με την αντικατάσταση του υδρογόνου σε ένα οξύ από ένα μέταλλο (ή μια ρίζα που δρα σαν μεταλλικό)
- συνώνυμο:
- αλάτι
2. White crystalline form of especially sodium chloride used to season and preserve food
- synonym:
- salt ,
- table salt ,
- common salt
2. Λευκή κρυσταλλική μορφή ειδικά χλωριούχου νατρίου που χρησιμοποιείται για την εποχή και τη συντήρηση των τροφίμων
- συνώνυμο:
- αλάτι ,
- επιτραπέζιο αλάτι ,
- κοινό αλάτι
3. Negotiations between the united states and the union of soviet socialist republics opened in 1969 in helsinki designed to limit both countries' stock of nuclear weapons
- synonym:
- Strategic Arms Limitation Talks ,
- SALT
3. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ηνωμένων πολιτειών και της ένωσης σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών ξεκίνησαν το 1969 στο ελσίνκι
- συνώνυμο:
- Συνομιλίες Περιορισμού Στρατηγικών Όπλων ,
- ΑΛΆΤΙ
4. The taste experience when common salt is taken into the mouth
- synonym:
- salt ,
- saltiness ,
- salinity
4. Η γευστική εμπειρία όταν το κοινό αλάτι λαμβάνεται στο στόμα
- συνώνυμο:
- αλάτι ,
- αλμύρα ,
- αλατότητα
verb
1. Add salt to
- synonym:
- salt
1. Προσθέστε αλάτι σε
- συνώνυμο:
- αλάτι
2. Sprinkle as if with salt
- "The rebels had salted the fields with mines and traps"
- synonym:
- salt
2. Πασπαλίζουμε σαν με αλάτι
- "Οι αντάρτες είχαν αλατίσει τα χωράφια με νάρκες και παγίδες"
- συνώνυμο:
- αλάτι
3. Add zest or liveliness to
- "She salts her lectures with jokes"
- synonym:
- salt
3. Προσθέστε την ευφορία ή τη ζωντάνια σας
- "Αλλάζει τις διαλέξεις της με αστεία"
- συνώνυμο:
- αλάτι
4. Preserve with salt
- "People used to salt meats on ships"
- synonym:
- salt
4. Συντηρείται με αλάτι
- "Οι άνθρωποι συνήθιζαν να αλατίζουν κρέατα στα πλοία"
- συνώνυμο:
- αλάτι
adjective
1. (of speech) painful or bitter
- "Salt scorn"- shakespeare
- "A salt apology"
- synonym:
- salt
1. ( της ομιλίας) επώδυνο ή πικρό
- "Αλατισμένη περιφρόνηση"- σαίξπηρ
- "Μια συγγνώμη αλατιού"
- συνώνυμο:
- αλάτι