Translation meaning & definition of the word "salon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάλων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salon
[Σαλόνι]/səlɑn/
noun
1. Gallery where works of art can be displayed
- synonym:
- salon
1. Γκαλερί όπου μπορούν να εμφανιστούν έργα τέχνης
- συνώνυμο:
- σαλόνι
2. A shop where hairdressers and beauticians work
- synonym:
- salon ,
- beauty salon ,
- beauty parlor ,
- beauty parlour ,
- beauty shop
2. Ένα κατάστημα όπου εργάζονται κομμωτές και αισθητικοί
- συνώνυμο:
- σαλόνι ,
- σαλόνι ομορφιάς ,
- παραλία ομορφιάς ,
- κατάστημα ομορφιάς
3. Elegant sitting room where guests are received
- synonym:
- salon
3. Κομψό καθιστικό όπου παραλαμβάνονται οι επισκέπτες
- συνώνυμο:
- σαλόνι