Translation meaning & definition of the word "sally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sally
[Σάλι]/sæli/
noun
1. Witty remark
- synonym:
- wisecrack ,
- crack ,
- sally ,
- quip
1. Πνευματική παρατήρηση
- συνώνυμο:
- ευφυολόγοσ ,
- ραβδίζω ,
- σάλι ,
- κουίπ
2. A military action in which besieged troops burst forth from their position
- synonym:
- sortie ,
- sally
2. Μια στρατιωτική ενέργεια στην οποία πολιορκημένα στρατεύματα ξεσπούν από τη θέση τους
- συνώνυμο:
- τσιγκούνης ,
- σάλι
3. A venture off the beaten path
- "A sally into the wide world beyond his home"
- synonym:
- sally ,
- sallying forth
3. Μια επιχείρηση από το χτυπημένο μονοπάτι
- "Ένας παλμός στον ευρύ κόσμο πέρα από το σπίτι του"
- συνώνυμο:
- σάλι ,
- παραπονιέμαι