Translation meaning & definition of the word "salaried" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πωλημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salaried
[Μισθωτόσ]/sælərid/
adjective
1. Receiving a salary
- "Salaried members of the staff"
- synonym:
- salaried
1. Λαμβάνοντας μισθό
- "Σωζόμενα μέλη του προσωπικού"
- συνώνυμο:
- παραλείπω
2. Receiving or eligible for compensation
- "Salaried workers"
- "A stipendiary magistrate"
- synonym:
- compensated ,
- remunerated ,
- salaried ,
- stipendiary
2. Παραλαβή ή επιλέξιμη για αποζημίωση
- "Σωζόμενοι εργαζόμενοι"
- "Δικηγόρος"
- συνώνυμο:
- αντισταθμίζεται ,
- αμείβεται ,
- παραλείπω ,
- μισθωτόσ
3. For which money is paid
- "A paying job"
- "Remunerative work"
- "Salaried employment"
- "Stipendiary services"
- synonym:
- compensable ,
- paying(a) ,
- remunerative ,
- salaried ,
- stipendiary
3. Για το οποίο πληρώνονται τα χρήματα
- "Μια δουλειά πληρωμής"
- "Ανταγωνιστική εργασία"
- "Μισθωτή απασχόληση"
- "Εμπορικές υπηρεσίες"
- συνώνυμο:
- αντισταθμίσιμη ,
- πληρω() ,
- αμειβόμενη ,
- παραλείπω ,
- μισθωτόσ