Translation meaning & definition of the word "salamander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαλαμάνδρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salamander
[Σαλαμάνδρα]/sæləmændər/
noun
1. Any of various typically terrestrial amphibians that resemble lizards and that return to water only to breed
- synonym:
- salamander
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα χερσαία αμφίβια που μοιάζουν με σαύρες και που επιστρέφουν στο νερό μόνο για να αναπαραχθούν
- συνώνυμο:
- σαλαμάνδρα
2. Reptilian creature supposed to live in fire
- synonym:
- salamander
2. Το ερπετοειδές πλάσμα υποτίθεται ότι ζει στη φωτιά
- συνώνυμο:
- σαλαμάνδρα
3. Fire iron consisting of a metal rod with a handle
- Used to stir a fire
- synonym:
- poker ,
- stove poker ,
- fire hook ,
- salamander
3. Σίδερο πυρκαγιάς που αποτελείται από μια ράβδο μετάλλων με μια λαβή
- Χρησιμοποιείται για να ανακατεύει μια φωτιά
- συνώνυμο:
- πόκερ ,
- πόκερ με φούρνο ,
- γάντζος πυρκαγιάς ,
- σαλαμάνδρα