Translation meaning & definition of the word "salacious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλατισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Salacious
[Αλατόσ]/səleʃəs/
adjective
1. Characterized by lust
- "Eluding the lubricious embraces of her employer"
- "Her sensuous grace roused his lustful nature"
- "Prurient literature"
- "Prurient thoughts"
- "A salacious rooster of a little man"
- synonym:
- lubricious ,
- lustful ,
- prurient ,
- salacious
1. Χαρακτηρίζεται από λαγνεία
- "Επαινώντας τις λιπαρές αγκαλιές του εργοδότη της"
- "Η αισθησιακή χάρη της ξεσήκωσε τη λάγνα φύση του"
- "Πρωτοποριακή λογοτεχνία"
- "Πρωτοποριακές σκέψεις"
- "Ένας αστραφτερός κόκορας ενός μικρού άνδρα"
- συνώνυμο:
- λιπαντικόσ ,
- λάγνος ,
- ανθεκτικός ,
- αλατισμένοσ
2. Suggestive of or tending to moral looseness
- "Lewd whisperings of a dirty old man"
- "An indecent gesture"
- "Obscene telephone calls"
- "Salacious limericks"
- synonym:
- lewd ,
- obscene ,
- raunchy ,
- salacious
2. Υποβάλλοντας ή τείνοντας στην ηθική χαλαρότητα
- "Αστείοι ψίθυροι ενός βρώμικου γέρου"
- "Μια άσεμνη χειρονομία"
- "Αμφίβολες τηλεφωνικές κλήσεις"
- "Αλατισμένοι ασβεστήρες"
- συνώνυμο:
- λουβδ ,
- αισχρόσ ,
- τραγανός ,
- αλατισμένοσ