Translation meaning & definition of the word "saki" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σακί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Saki
[Σάκι]/sɑki/
noun
1. British writer of short stories (1870-1916)
- synonym:
- Munro ,
- H. H. Munro ,
- Hector Hugh Munro ,
- Saki
1. Βρετανός συγγραφέας διηγημάτων (1870-1916)
- συνώνυμο:
- Μούνρο ,
- Χ. Χ. Μούνρο ,
- Έκτορας Χιου Μουνρό ,
- Σάκι
2. Japanese alcoholic beverage made from fermented rice
- Usually served hot
- synonym:
- sake ,
- saki ,
- rice beer
2. Ιαπωνικό αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από ζυμωμένο ρύζι
- Συνήθως σερβίρεται ζεστό
- συνώνυμο:
- χάρη ,
- σάκι ,
- μπύρα ρυζιού
3. Small arboreal monkey of tropical south america with long hair and bushy nonprehensile tail
- synonym:
- saki
3. Μικρή δενδρώδης μαϊμού της τροπικής νότιας αμερικής με μακριά μαλλιά και θαμνώδη ουρά
- συνώνυμο:
- σάκι