Translation meaning & definition of the word "sake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φέρνουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sake
[Συναναστρέφω]/sek/
noun
1. A reason for wanting something done
- "For your sake"
- "Died for the sake of his country"
- "In the interest of safety"
- "In the common interest"
- synonym:
- sake ,
- interest
1. Ένας λόγος που θέλουμε κάτι να γίνει
- "Για χάρη σου"
- "Πέθανε για χάρη της χώρας του"
- "Προς όφελος της ασφάλειας"
- "Για το κοινό συμφέρον"
- συνώνυμο:
- χάρη ,
- ενδιαφέρον
2. Japanese alcoholic beverage made from fermented rice
- Usually served hot
- synonym:
- sake ,
- saki ,
- rice beer
2. Ιαπωνικό αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από ζυμωμένο ρύζι
- Συνήθως σερβίρεται ζεστό
- συνώνυμο:
- χάρη ,
- σάκι ,
- μπύρα ρυζιού
3. The purpose of achieving or obtaining
- "For the sake of argument"
- synonym:
- sake
3. Σκοπός της επίτευξης ή της απόκτησης
- "Για χάρη του επιχειρήματος"
- συνώνυμο:
- χάρη
Examples of using
Do it for my sake.
Κάντε το για χάρη μου.
Some people argue just for the sake of arguing.
Μερικοί άνθρωποι διαφωνούν μόνο για χάρη της επιχειρηματολογίας.
He said it for the sake of a witty remark.
Το είπε για χάρη μιας πνευματικής παρατήρησης.