Translation meaning & definition of the word "sailor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναύτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sailor
[Ναύτης]/selər/
noun
1. Any member of a ship's crew
- synonym:
- sailor ,
- crewman
1. Οποιοδήποτε μέλος του πληρώματος ενός πλοίου
- συνώνυμο:
- ναύτης ,
- πληρώματοσ
2. A serviceman in the navy
- synonym:
- bluejacket ,
- navy man ,
- sailor ,
- sailor boy
2. Ένας στρατιώτης στο ναυτικό
- συνώνυμο:
- μπλαζακετ ,
- ναυτικός άνθρωπος ,
- ναύτης
3. A stiff hat made of straw with a flat crown
- synonym:
- boater ,
- leghorn ,
- Panama ,
- Panama hat ,
- sailor ,
- skimmer ,
- straw hat
3. Ένα σκληρό καπέλο από άχυρο με επίπεδη κορώνα
- συνώνυμο:
- βυθός ,
- λεγκόρν ,
- Παναμάς ,
- Καπέλο του Παναμά ,
- ναύτης ,
- αποβουτυρωτήσ ,
- ψάθινο καπέλο
Examples of using
She married a sailor.
Παντρεύτηκε έναν ναύτη.
A sailor is at sea much of the time.
Ένας ναύτης βρίσκεται στη θάλασσα πολλές φορές.
He saved a sailor.
Έσωσε έναν ναύτη.