Translation meaning & definition of the word "sailboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιστροφείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sailboat
[Ιστιοφόρο]/selboʊt/
noun
1. A small sailing vessel
- Usually with a single mast
- synonym:
- sailboat ,
- sailing boat
1. Ένα μικρό ιστιοφόρο
- Συνήθως με έναν μόνο ιστό
- συνώνυμο:
- ιστιοφόρο ,
- ιστιοπλοϊκό σκάφος
Examples of using
He started his voyage around the world in his sailboat.
Ξεκίνησε το ταξίδι του σε όλο τον κόσμο στο ιστιοφόρο του.