Translation meaning & definition of the word "sago" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σάγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sago
[Σάγκο]/segoʊ/
noun
1. Powdery starch from certain sago palms
- Used in asia as a food thickener and textile stiffener
- synonym:
- sago
1. Άμυλο σε σκόνη από ορισμένες παλάμες σάγου
- Χρησιμοποιείται στην ασία ως πυκνωτικό τροφίμων και σκληρυντικό κλωστοϋφαντουργίας
- συνώνυμο:
- σάγκο