Translation meaning & definition of the word "sage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φασκόμηλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sage
[Φανταστικός]/seʤ/
noun
1. A mentor in spiritual and philosophical topics who is renowned for profound wisdom
- synonym:
- sage
1. Ένας μέντορας σε πνευματικά και φιλοσοφικά θέματα που είναι γνωστός για τη βαθιά σοφία
- συνώνυμο:
- φασκόμηλο
2. Aromatic fresh or dried grey-green leaves used widely as seasoning for meats and fowl and game etc
- synonym:
- sage
2. Αρωματικά φρέσκα ή αποξηραμένα γκρι-πράσινα φύλλα που χρησιμοποιούνται ευρέως ως καρύκευμα για κρέατα και πτηνά και παιχνίδι κ.λπ
- συνώνυμο:
- φασκόμηλο
3. Any of various plants of the genus salvia
- A cosmopolitan herb
- synonym:
- sage ,
- salvia
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα φυτά του γένους σάλβια
- Ένα κοσμοπολίτικο βότανο
- συνώνυμο:
- φασκόμηλο ,
- σάλβια
adjective
1. Having wisdom that comes with age and experience
- synonym:
- sage
1. Να έχεις σοφία που έρχεται με την ηλικία και την εμπειρία
- συνώνυμο:
- φασκόμηλο
2. Of the grey-green color of sage leaves
- synonym:
- sage ,
- sage-green
2. Από το γκρι-πράσινο χρώμα των φύλλων φασκόμηλου
- συνώνυμο:
- φασκόμηλο ,
- φασκόμηλο-πράσινο
Examples of using
To plan one's time properly is a recipe of a successful man, to plan it reasonably is that of a sage.
Για να σχεδιάσετε σωστά το χρόνο σας είναι μια συνταγή ενός επιτυχημένου άνδρα, για να το σχεδιάσετε λογικά είναι αυτή ενός φασκόμηλου.
Better to be a happy fool than an unhappy sage.
Καλύτερα να είσαι ευτυχισμένος ανόητος παρά ένας δυστυχισμένος σοφός.